- αρδαλώ
- ἀρδαλῶ (-όω) (Α)1. λερώνω2. απλώνω ένα έμπλαστρο3. (παθ. μτχ.) ἠρδαλωμένοςβρομερός, ρυπαρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρδαλος «μόλυσμα», «μουρντάρης», «ευτελής, τυχαίος» < άρδα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀρδάλῳ — Ἄρδαλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)